Eύλογη αμοιβή για εκτελεσθείσα εργασία

Γιώργος Κουκούνης – Δικηγόρος στη Λάρνακα/Insider

Κάθε επαγγελματίας, για τις υπηρεσίες ή εργασία που προσφέρει δικαιούται να πληρωθεί τη συμφωνηθείσα ή εύλογη αμοιβή, αναλόγως εάν ολοκλήρωσε την εργασία που ανέλαβε ή στο βαθμό που την εκτέλεσε.

Εκεί όπου προσφέρει τις υπηρεσίες του χωρίς να συμφωνηθεί η αμοιβή, τότε δικαιούται εύλογης αμοιβής, σύμφωνα με την εργασία που έχει εκτελέσει. Το ύψος της αμοιβής και ο τρόπος πληρωμής είναι προτιμότερο να συμφωνείται και να πληρώνεται αναλόγως της εκτελεσθείσας εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, αποφεύγονται τυχόν αμφισβητήσεις που δυνατό να καταλήξουν σε διαφορά και να οδηγήσουν τα μέρη στο δικαστήριο προς επίλυση της. Ο καθορισμός και η τμηματική πληρωμή της αμοιβής επιλύει προβλήματα και ιδιαίτερα όταν ο αποδέκτης δεν επιθυμεί συνέχιση των υπηρεσιών ή της εργασίας και αποφασίζει να τη διακόψει.

Ερώτημα εγείρεται όταν συμφωνούνται οι υπηρεσίες, η αμοιβή και ο παροχέας εκτελεί εργασία, αλλά ο αποδέκτης αποφασίζει να διακόψει πρόωρα και δεν τον πληρώνει, τότε ποια είναι τα δικαιώματα του; Εναπόκειται σε αυτόν να αξιώσει είτε αποζημιώσεις λόγω παράβασης της συμφωνίας είτε εύλογη αμοιβή (quantum meruit) για το μέρος των εργασιών που εκτέλεσε στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού και αποκατάστασης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εγείρονται με εργολήπτες, αρχιτέκτονες, διακοσμητές, δικηγόρους, λογιστές και άλλους επαγγελματίες.

Στην ομόφωνη απόφαση που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο, η δικαστής κα Λένα Δημητριάδου – Ανδρέου στην ΠΕ203/2015, ημερ.01.02.2024, ασχολήθηκε με το θέμα στα πλαίσια έφεσης μετά από διαφορά που προέκυψε μεταξύ αρχιτεκτόνων και ιδιοκτητών τεμαχίων γης, με τους οποίους συμφώνησαν να γίνει εκπόνηση αρχιτεκτονικής μελέτης με σκοπό την ανάπτυξη τους.

Ετοιμάστηκαν αρχιτεκτονικά σχέδια, στατικά και άλλα απαιτούμενα σχέδια και έγγραφα του έργου και οι αρχιτέκτονες εξασφάλισαν πολεοδομική άδεια και ήταν έτοιμοι να υποβάλουν αίτηση για εξασφάλιση άδειας οικοδομής. Οι ιδιοκτήτες όμως αποφάσισαν να μην υποβάλουν τη σχετική αίτηση και εγκατέλειψαν το έργο. Οι αρχιτέκτονες ισχυρίζονταν ότι το προϋπολογιζόμενο κόστος ανέγερσης ήταν €1.5m και ότι η αμοιβή τους συμφωνήθηκε σε 4% επί του τελικού κόστους του έργου, ενώ οι ιδιοκτήτες ισχυρίζονταν ότι το τελικό κόστος θα ανερχόταν σε €51.258 και το ποσοστό αμοιβής τους ήταν 3%.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η περίπτωση δεν προσφερόταν για quantum meruit και ότι η απαίτηση των αρχιτεκτόνων εδραζόταν σε συμφωνία, ήτοι 4% επί του τελικού κόστους, δηλαδή επί του κόστους που οι αρχιτέκτονες υπολόγισαν βάση της συμφωνίας τους με τους ιδιοκτήτες, δηλαδή την τιμή μονάδας ανά τ.μ. και εξέδωσε ανάλογα απόφαση, μείον το ποσό που οι αρχιτέκτονες περιόρισαν την αξίωση τους. Οι ιδιοκτήτες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση και προέκυψε ότι η απαίτηση των αρχιτεκτόνων ήταν για συμφωνηθείσα και/ή εύλογη και/ή τρέχουσα αμοιβή από εκτελεσθείσα και παραδοθείσα εργασία και/ή εκπόνηση αρχιτεκτονικής μελέτης και όχι απαίτηση για αποζημιώσεις.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν ορθή, δεδομένου ότι οι αρχιτέκτονες δεν είχαν ολοκληρώσει τις εργασίες που ανέλαβαν με βάση την επίδικη συμφωνία και δεν θα μπορούσε να επιδικαστεί προς όφελος τους η αμοιβή που είχε συμφωνηθεί. Τόνισε ότι η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η περίπτωση δεν προσφερόταν για quantum meruit δεν ήταν ορθή, ακριβώς το αντίθετο ίσχυε, δεδομένης της μερικής εκπλήρωσης των εργασιών που ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες.

Ήγειρε το ερώτημα κατά πόσο οι αρχιτέκτονες δικαιούνταν να αξιώνουν τη συμφωνηθείσα αμοιβή ή αποζημιώσεις, σημειώνοντας τα ακόλουθα: “Η θεραπεία θα εξαρτηθεί από το αν οι αρχιτέκτονες είχαν εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις τους βάση της συμφωνίας, υπηρεσίες για τις οποίες είχε καθοριστεί συμφωνηθείσα αμοιβή. Είναι πάγια νομολογημένο ότι στην περίπτωση που το ένα μέρος της συμφωνίας εμποδίζεται από το άλλο να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, το αναίτιο μέρος μπορεί είτε να απαιτήσει αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας στο πλαίσιο της σύμβασης που υφίστατο κατά τον ουσιώδη χρόνο ή, διαζευκτικά, αποζημίωση ανάλογη με την αξία (quantum meruit) ώστε να εισπράξει μια λογική αμοιβή για την μερική εκπλήρωση των υποχρεώσεων του στο χώρο του αδικαιολόγητου πλουτισμού και αποκατάστασης επί τη βάσει του ότι η σύμβαση δεν υφίσταται πλέον”.

Δεδομένου ότι η προσφορά των υπηρεσιών των αρχιτεκτόνων συνιστούσε το 60% για σκοπούς υπολογισμού της αμοιβής με βάση τις ενδεικτικές χρεώσεις, έκρινε ως εύλογη αμοιβή την επιδίκαση του εν λόγω ποσοστού επί του ποσού που η συμφωνία προέβλεπε, παραμέρισε και αντικατέστησε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε όπως κάθε πλευρά επωμισθεί τα έξοδα της έφεσης.