Στο Διεθνές Δικαστήριο το δικαίωμα της απεργίας

Πέτρος Πέτρου/ Γενικού Συμβουλίου ΠΕΟ/Insider

Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) αποτελεί την τριμερή οργάνωση του ΟΗΕ για τα ζητήματα εργασίας και σε αυτήν συμμετέχουν οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, η «Ομάδα των Εργαζομένων» και η «Ομάδα των Εργοδοτών», που εκπροσωπούνται μέσα από τις -ομολογουμένως προβληματικές και μη αντιπροσωπευτικές- διαδικασίες και κανονισμούς λειτουργίας της ΔΟΕ.

Ένα σύντομο ιστορικό

Από το 1948 το δικαίωμα στην απεργία καλύπτεται και προστατεύεται από τις συμβάσεις της ΔΟΕ. Πιο συγκεκριμένα, με τον καθοριστικό ρόλο της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας (WFTU) δημιουργήθηκε η Σύμβαση 87, Περί της Ελευθερίας του Συνεταιρίζεσθαι και την Προστασία του Δικαιώματος στην Οργάνωση (C87: Freedom of Association and Protection of the Right to Organize), η οποία έκτοτε ήταν κοινώς αποδεκτό ότι προστατεύει το δικαίωμα στην απεργία.

Γύρω στο 1989, η Ομάδα των Εργοδοτών αρχίζει δειλά-δειλά να εγείρει «ερωτηματικά» για το αν η Σύμβαση 87 καλύπτει το δικαίωμα στην απεργία. Αυτή η αμφισβήτηση κλιμακώνεται σταδιακά μέχρι το 2012, όπου -70 χρόνια μετά τη συνομολόγηση της Σύμβασης- οι εργοδότες αρνούνται ενεργά και εμποδίζουν τις εποπτικές διαδικασίες της επιτροπής εμπειρογνωμόνων της ΔΟΕ που σχετίζονται με τη Σύμβαση 87.

Στις 10 και 11 Νοεμβρίου 2023, στα πλαίσια της 349η Συνόδου του Διοικητικού Οργάνου της ΔΟΕ (ILO Governing Body) στην έδρα της στη Γενεύη, πραγματοποιήθηκαν δυο ειδικές συνεδριάσεις, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με πλειοψηφική απόφαση να παραπεμφθεί η Σύμβαση C87 στο Διεθνές Δικαστήριο, για να αποφανθεί περί του ζητήματος. Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι δεσμευτική, με βάση το καταστατικό της ΔΟΕ.

Τι ισχύει στην πραγματικότητα

Για την Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία είναι ξεκάθαρο ότι το ιερό και αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα στην απεργία συνδέεται άμεσα και υποχρεωτικά με το δικαίωμα στη συνδικαλιστική οργάνωση και δράση. Το δικαίωμα στην απεργία κατοχυρώνεται και βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με το πνεύμα και το πλαίσιο και υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της Σύμβασης 87 και δεν οδηγεί σε αποτέλεσμα που είναι προδήλως παράλογο ή αδικαιολόγητο ειδικά με το Άρθρο 3 σημείο 3.1 και 3.2, που αναφέρει:

«3: 1. Αί οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών δικαιούνται να εκπονούν τα καταστατικά και τους διοικητικούς αυτών κανονισμούς, να εκλέγουν ελευθέρως τους αντιπροσώπους των, να οργανώνουν τα της διαχειρίσεως και δράσεως αυτών και να καταστρώνουν το πρόγραμμα της ενέργειας των.

2. Αί δημόσιαι αρχαί δέον όπως απέχουν πάσης επεμβάσεως δυναμένης να περιορίση το δικαίωμα τούτο ή να πρακωλύση την νόμιμον άσκησίν αυτού».

Είναι προφανές ότι η αποτελεσματική άσκηση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και του δικαιώματος στην οργάνωση και η αποτελεσματική δυνατότητα των εργατικών ενώσεων να οργανώνουν τη διοίκηση και τις δραστηριότητές τους και να διαμορφώνουν τα προγράμματά τους δεν νοείται και δεν εφαρμόζεται χωρίς τη συνεπαγόμενη απρόσκοπτη αξιοποίηση της καθοριστικότερης συνδικαλιστική μορφής πάλης, δηλαδή της απεργίας.

Η πιο πάνω αυτονόητη θέση είναι σύμφωνη με τη μέχρι και σήμερα ερμηνεία που δίνει η ίδια η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων της ΔΟΕ, μια ερμηνεία που για σχεδόν μισό αιώνα γινόταν αποδεχτή ακόμα και από την ομάδα των εργοδοτών.

Η ουσία του ζητήματος

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η αμφισβήτηση είχε ξεκινήσει γύρω στο 1989, όταν οι συσχετισμοί δυνάμεων και οι ισορροπίες σε διεθνές επίπεδο άλλαζαν δραστικά και σηματοδοτήθηκε σε όλα τα επίπεδα μια συνειδητή επίθεση από την πλευρά του κεφαλαίου και της εργοδοσίας ενάντια στα εργατικά, συνδικαλιστικά και κοινωνικά κεκτημένα.

Δεν είναι τυχαίο ότι στη μακρά περίοδο των πολλών διαδοχικών καπιταλιστικών κρίσεων που βιώνουμε, μαζί με τη σκληρή και ολομέτωπη επίθεση στους μισθούς και τα άλλα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων, εντείνεται και η επίθεση στην παραβίαση των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών ελευθεριών.

Ιδιαίτερα σε συνθήκες αύξησης των τιμών και πληθωρισμού, όπου η εργατική δύναμη απαξιώνεται και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων υποβαθμίζεται, η επίθεση στις δημοκρατικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες εντείνεται, με σκοπό να φιμώσει τους εργαζόμενους, να περιορίσει τη δυνατότητά τους να υπερασπιστούν τα ταξικά τους συμφέροντα και να προβάλλουν τα δίκαια αιτήματά τους.

Η φύση της διαφωνίας

Η Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία δηλώνει απερίφραστα ότι, παρά και πέρα από τις όποιες διαδικασίες που προνοούν το καταστατικό και οι κανόνες λειτουργίας της ΔΟΕ και παρά την παραπομπή της ερμηνείας της Σύμβασης στο Διεθνές Δικαστήριο, η φύση της διαφωνίας δεν είναι και δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μια νομικίστικη αντιπαράθεση και διαδικασία, η οποία πάντοτε ενέχει κινδύνους και θολώνει την πραγματική ουσία των εργατικών ζητημάτων και διαφορών.

Το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα καταδικάζει την αμφισβήτηση του δικαιώματος της απεργίας και αγωνίζεται για τη νομική, θεσμική και συμβατική κατοχύρωσή του σε όλες τις χώρες του κόσμου.

Ωστόσο, είναι γνωστό ότι ακόμα και οι συμβάσεις που δεν τυγχάνουν αμφισβήτησης ως προς την ερμηνεία τους, παραβιάζονται καθημερινά σε αμέτρητους χώρους εργασίας, ακόμη και σε χώρες που τις έχουν επικυρώσει και κατά συνέπεια είναι υποχρεωμένες να τις εφαρμόσουν. Ταυτόχρονα, καταγράφονται παραβιάσεις ακόμα και σε τομείς και δικαιώματα που καλύπτονται από τα «πέντε θεμελιώδη δικαιώματα της ΔΟΕ», που τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν υποχρεωτικά, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για αποτελεσματικές μεθόδους διασφάλισης των κεκτημένων και των δικαιωμάτων των εργαζομένων στην πράξη.

Είναι ξεκάθαρο ότι η ύπαρξη ενός ταξικού και μαχητικού συνδικαλιστικού κινήματος είναι η ουσιαστική, αποφασιστική και αναντικατάστατη παράμετρος για να διασφαλιστεί ότι, τόσο το δικαίωμα στην απεργία, όσο και οι συμβάσεις, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, η εργατική νομοθεσία και τα κεκτημένα των εργαζομένων δεν μένουν στα χαρτιά αλλά εφαρμόζονται στην πράξη. Η ΠΣΟ καλεί σε αγώνα σε κάθε χώρα, κλάδο και τόπο δουλειάς, για τη διασφάλιση του ιερού δικαιώματος της απεργίας στην πράξη.

Ανεξάρτητα από την όποια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, η ιστορία έχει περίτρανα αποδείξει πως όταν οι εργαζόμενοι είναι ενωμένοι και συνειδητοποιήσουν τη δύναμη τους, ανεξάρτητα από το όποιο θεσμικό και νομικό πλαίσιο συγκυριακά υπάρχει, μπορούν να επιβάλουν το δίκαιο τους στην πράξη.