Σπρώχνει για ρύθμιση της εργασίας και συλλογικές συμβάσεις η ΕΕ

Αδάμος Αδάμου /Insider

Διαφοροποιημένη η ευρωπαϊκή πολιτική στα εργασιακά την τρέχουσα δεκαετία, σε σχέση με την προηγούμενη – Από την ανοχή ή προώθηση πολιτικών απορρύθμισης και ευελιξίας, οι Βρυξέλλες υιοθετούν πλέον πολιτικές ρύθμισης της εργασίας και προστασίας των εργαζομένων μέσω συλλογικών συμβάσεων και ενίσχυσης του ρόλου των συντεχνιών. Τη διαφοροποιημένη πλέον πολιτική ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα εργασιακά την τρέχουσα δεκαετία του ’20, συγκριτικά με την πολιτική της την προηγούμενη δεκαετία, ανέδειξε η

πρόσφατη επίσκεψη στην Κύπρο του Ευρωπαίου Επιτρόπου Απασχόλησης και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, Νίκολας Σμιτ.

Η νεοφιλελεύθερη, για πολλούς, εργατική πολιτική, που αποτελείτο από στοιχεία απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, με βαρύτητα στην ευελιξία στην εργασία και με υπέρμετρη έμφαση στη κινητικότητα, που κυριάρχησαν την περασμένη δεκαετία, φαίνεται πλέον να αντικαθίσταται με την ανάγκη -και σε ευρωπαϊκό επίπεδο- καλύτερης ρύθμισης της αγοράς εργασίας και των εργασιακών σχέσεων.

Αυτό, η στροφή δηλαδή της ΕΕ προς την κατεύθυνση της καλύτερης ρύθμισης της εργασίας, είναι και το αποτέλεσμα των επιπτώσεων της προηγούμενης πολιτικής απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, οι οποίες έχουν να κάνουν με την ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων – ως αποτέλεσμα και της οικονομικής κρίσης – με την ανάδειξη ακραίων φωνών στο πολιτικό σκηνικό και με ενίσχυση της απογοήτευσης των Ευρωπαίων πολιτών.

Ως αποτέλεσμα, η ευρωπαϊκή πολιτική, ξεκάθαρα πλέον, τα τελευταία λίγα χρόνια προχώρησε σε επανεξέταση και επανακαθορισμό των πολιτικών που εφαρμόζει, έτσι ώστε να είναι καλύτερα ισορροπημένες, λαμβάνοντας υπόψη αφενός την οικονομία και αφετέρου την κοινωνία.

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΜΙΤ

Αυτό κατέστη σαφές μέσα και από την επίσκεψη του Επιτρόπου Απασχόλησης της ΕΕ στην Κύπρο αλλά και μέσα από την ευρωπαϊκή Οδηγία για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την κορωνίδα μάλλον αυτής της νέας πολιτικής στα εργασιακά, που στόχο έχει μεταξύ άλλων την επέκταση της κάλυψης των εργαζομένων από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και περαιτέρω προστασίας του κοινωνικού διαλόγου.

Από τη χώρα μας, μάλιστα, ο αρμόδιος Επίτροπος Νίκολας Σμιτ κάλεσε στις 2 Φεβρουαρίου όλες τις πλευρές -κυβέρνηση και κοινωνικούς εταίρους- να εργαστούν και να βρουν λύσεις για ενθάρρυνση των συλλογικών συμβάσεων.

Ο ίδιος, μιλώντας μετά τη συνάντησή του με τον υπουργό Εργασίας, Γιάννη Παναγιώτου, και τους κοινωνικούς εταίρους, στην παρουσία της Επικεφαλής της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Κύπρο Μυρτώς Ζαμπάρτα, στο Υπουργείο Εργασίας, συνεχάρη  την κυπριακή κυβέρνηση για την εφαρμογή του κατώτατου μισθού και την προσαρμογή του στο κόστος ζωής, για να προσθέσει ότι τώρα είναι η ώρα να προχωρήσουν οι κοινωνικοί εταίροι, μαζί με την Κυβέρνηση, για το θέμα των συλλογικών συμβάσεων.

«ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟ»

Για το θέμα των συλλογικών συμβάσεων, ειδικότερα, ο Νίκολας Σμιτ δεν έκρυψε την ανησυχία του για τη μείωση της κάλυψης των εργαζομένων, τονίζοντας την ανάγκη αύξησης του ποσοστού κάλυψης. «Η Κύπρος, όπως πολλές άλλες χώρες, έχει δει το επίπεδο των συλλογικών συμβάσεων να πέφτει, από πάνω από 60% σε γύρω στο 50%. Αυτό δεν είναι καλό, παρόλο που συμβαίνει σε αρκετά κράτη μέλη. Θέλουμε να ενθαρρύνουμε τους κοινωνικούς εταίρους στην Ευρώπη και σε εθνικό επίπεδο, μαζί με τις κυβερνήσεις, να εργαστούν για το πώς μπορεί να βελτιωθεί αυτό. Επειδή ο καθορισμός των μισθών βρίσκεται πίσω στα χέρια των κοινωνικών εταίρων, στη συλλογική διαπραγμάτευση», είπε ο Επίτροπος.

Εξέφρασε δε την ικανοποίησή του για τη συζήτηση που προηγήθηκε με τους κοινωνικούς εταίρους. «Ένιωσα ότι ο κοινωνικός διάλογος στην Κύπρο είναι πραγματικότητα», είπε, σημειώνοντας ότι μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, αλλά στο τέλος οι άνθρωποι έχουν την ετοιμότητα να συμβιβαστούν, επειδή, όπως είπε, ο κοινωνικός διάλογος είναι κατά κάποιο τρόπο «η τέχνη του συμβιβασμού». Πρόσθεσε ότι αυτή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υποστηρίξει και ενθαρρύνει έναν ισχυρό κοινωνικό διάλογο σε όλα τα επίπεδα. Αναφέρθηκε και σε πρόσφατο συνέδριο για τον κοινωνικό διάλογο με Ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους, συνδικάτα και εργοδότες, για να ξεκινήσει ξανά και να ενδυναμώσει την ευρωπαϊκή διάσταση του κοινωνικού διαλόγου «σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών, μεγάλων μετασχηματισμών, στους οποίους πρέπει να πάρουμε μαζί και τους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις». Αυτό, πρόσθεσε, πρέπει να εφαρμόζεται και σε εθνικό

επίπεδο, προφανώς προς ικανοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος, που το τελευταίο διάστημα τονίζει την ανάγκη στήριξης του κοινωνικού διαλόγου και της τριμερούς συνεργασίας. Οι αναφορές του Επιτρόπου Σμιτ πρέπει να αφήνουν ικανοποιημένες τις συντεχνίες του τόπου, που έχουν θέσει ως στρατηγικό στόχο την ενίσχυση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων, λόγω της σημαντικής διάβρωσης που υπέστησαν ως αποτέλεσμα της ένταξής μας μας στην ΕΕ και της ελεύθερης διακίνησης εργαζομένων.

ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ

Σύμμαχος των συντεχνιών για ενίσχυση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων είναι προφανώς η ευρωπαϊκή Οδηγία για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς, η οποία εκτιμάται ότι βοηθά και την Κυβέρνηση για επίτευξη της δικής της ανθρωποκεντρικής, όπως την χαρακτήρισε πολλές φορές ο υπουργός Εργασίας, πολιτικής.

Η Οδηγία θα πρέπει να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο έως τις 15 Νοεμβρίου 2024, οπόταν σύντομα αναμένεται να αναπτυχθεί διάλογος και στη χώρα μας. Σκοπός της είναι η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θεσπίζοντας ένα πλαίσιο για:

• Την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών

• Την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών

• Τη βελτίωση της πραγματικής πρόσβασης των εργαζομένων στα δικαιώματά τους σε προστασία, με τη μορφή κατώτατου μισθού, όπου προβλέπεται, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και συλλογικές συμβάσεις.

Για την αύξηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών, τα κράτη μέλη, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, πρέπει:

• να προωθούν την οικοδόμηση και την ενίσχυση της ικανότητας των κοινωνικών εταίρων να συμμετέχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών, ιδίως σε κλαδικό ή διακλαδικό επίπεδο,

• να ενθαρρύνουν τις εποικοδομητικές, ουσιαστικές και εμπεριστατωμένες διαπραγματεύσεις επί των μισθών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων,

• να λαμβάνουν μέτρα για την προστασία της άσκησης του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών και για την προστασία των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών εκπροσώπων από διακρίσεις όσον αφορά την απασχόλησή τους,

• να λαμβάνουν μέτρα για την προστασία των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών εκπροσώπων, καθώς και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις οργανώσεις εργοδοτών, έναντι τυχόν ενεργειών παρέμβασης μεταξύ τους ή των εκατέρωθεν εκπροσώπων ή μελών τους κατά τη σύσταση, τη λειτουργία ή τη διοίκησή τους και

• όταν το ποσοστό της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι χαμηλότερο από το κατώτατο όριο του 80%, να θεσπίζουν πλαίσιο με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε με νόμο, είτε κατόπιν διαβούλευσης με κοινωνικούς εταίρους, και καταρτίζουν σχέδιο δράσης για την αύξηση της εν λόγω κάλυψης.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ 80% Για το τελευταίο, ήτοι για την ενίσχυση των συμβάσεων εφόσον η κάλυψή τους είναι κάτω του 80%, το εδάφιο 2 του άρθρου της Οδηγίας, που αναφέρεται στην προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών, επισημαίνει συγκεκριμένα τα εξής: «Επιπροσθέτως, κάθε κράτος μέλος στο οποίο το ποσοστό της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του κατώτατου ορίου του 80%, θεσπίζει πλαίσιο με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε με νόμο κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους είτε με συμφωνία με αυτούς. Το εν λόγω κράτος μέλος εκπονεί,

επίσης, σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Το κράτος μέλος εκπονεί αυτό το σχέδιο δράσης κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους ή σε συμφωνία με αυτούς ή, κατόπιν κοινού αιτήματος των κοινωνικών εταίρων, ως προϊόν συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.

Το σχέδιο δράσης ορίζει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, με πλήρη σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων.

Το κράτος μέλος θα πρέπει να επανεξετάζει τακτικά το σχέδιο δράσης του και να το επικαιροποιεί, εάν είναι απαραίτητο. Όταν ένα κράτος μέλος επικαιροποιεί το σχέδιο δράσης του, το κάνει κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους ή σε συμφωνία με αυτούς ή, κατόπιν κοινού αιτήματος των κοινωνικού εταίρων, ως προϊόν συμφωνίας μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω σχέδιο δράσης επανεξετάζεται τουλάχιστον ανά πενταετία. Το σχέδιο δράσης και τυχόν επικαιροποιήσεις του δημοσιοποιούνται και κοινοποιούνται στην Επιτροπή».

ΕΠΑΡΚΕΙΣ ΚΑΤΩΤΑΤΟΙ ΜΙΣΘΟΙ

Σε σχέση με τον κατώτατο μισθό, η ευρωπαϊκή Οδηγία δεν ορίζει ενιαίο κατώτατο μισθό για όλα τα κράτη μέλη, πλην όμως θέτει συγκεκριμένο πλαίσιο, χωρίς να αποκλείει και την ενσωμάτωση ΑΤΑ σε αυτό.

Πιο αναλυτικά, βάσει της Οδηγίας, τα κράτη μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς θεσπίζουν ορισμένες διαδικασίες, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι είναι επαρκείς, με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου, τη μείωση της φτώχειας των εργαζομένων, την προώθηση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής σύγκλισης προς τα πάνω και τη μείωση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων.

Τα κράτη μέλη μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να χρησιμοποιούν κριτήρια που πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον την αγοραστική δύναμη των νόμιμων κατώτατων μισθών, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης, το γενικό επίπεδο των μισθών, τον ρυθμό αύξησης των μισθών και την κατανομή τους και τα εθνικά επίπεδα και τις εξελίξεις, μακροπρόθεσμα, στην παραγωγικότητα.

Επίσης τα κράτη μέλη θα πρέπει:

• Να χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς για την αξιολόγηση της επάρκειας των νόμιμων κατώτατων μισθών — τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή, εφόσον αυτή δεν οδηγεί σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού.

• Να επικαιροποιούν τους νόμιμους κατώτατους μισθούς τουλάχιστον ανά διετία ή, για τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, τουλάχιστον ανά τετραετία.

• Να διασφαλίζουν τη συμμετοχή κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών.

• Να διασφαλίζουν, με τη συμμετοχή κοινωνικών εταίρων, ότι οι εργαζόμενοι έχουν αποτελεσματική πρόσβαση σε προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού προβλέποντας: αποτελεσματικούς και αναλογικούς ελέγχους και επιτόπιες επιθεωρήσεις που δεν εισάγουν διακρίσεις και επαρκείς πόρους, κατάρτιση και κατευθυντήριες οδηγίες για τις αρχές επιβολής, με σκοπό τη στόχευση και τη δίωξη μη συμμορφούμενων εργοδοτών. Αναφέρει ακόμα πως κάθε κράτος μέλος ορίζει ή συγκροτεί ένα ή περισσότερα συμβουλευτικά όργανα για να συμβουλεύουν τις αρμόδιες αρχές στα ζητήματα που σχετίζονται με τους νόμιμους κατώτατους μισθούς και καθιστά δυνατή την επιχειρησιακή λειτουργία των εν λόγω οργάνων. Όσον αφορά τη χρησιμοποίηση ενδεικτικών τιμών αναφοράς για την καθοδήγηση

της εκτίμησης ως προς την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών, η Οδηγία σημειώνει πως, για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται συνήθως σε διεθνές επίπεδο, όπως το 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και το 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού, και/ή ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε εθνικό επίπεδο.

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Πρόσθετες διατάξεις της Οδηγίας που ψηφίστηκε τον Οκτώβριο του 2022 προβλέπουν πως τα κράτη μέλη θα πρέπει:

• να συλλέγουν ακριβή δεδομένα για την παρακολούθηση της προστασίας του κατώτατου μισθού,

• να δημοσιοποιούν όλες τις σχετικές πληροφορίες για τους νόμιμους κατώτατους μισθούς και να ενημερώνουν τους εργαζόμενους και τους εργοδότες για τα μέτρα,

• να διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματική, έγκαιρη και αμερόληπτη επίλυση διαφορών και δικαίωμα επανόρθωσης.

• να προστατεύουν τους εργαζόμενους και τους εκπροσώπους τους από τυχόν δυσμενή μεταχείριση από έναν εργοδότη και

• να επιβάλλουν κυρώσεις για παραβιάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από την Οδηγία.

Όπως, πάντως, διευκρινίζει η Κομισιόν, η ευρωπαϊκή Οδηγία:

• Δεν παραβιάζει την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων ή το δικαίωμά τους όσον αφορά τη διαπραγμάτευση και σύναψη συλλογικών συμβάσεων.

• Δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν νόμιμο κατώτατο μισθό ή να συνάψουν καθολικά εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις.

• Δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών: να λαμβάνουν αποφάσεις για τον καθορισμό των νόμιμων κατώτατων μισθών, του επιπέδου των νόμιμων κατώτατων μισθών και της πρόσβασης στην εν λόγω προστασία ή να θεσπίζουν πιο ευνοϊκά μέτρα ή συλλογικές συμβάσεις για εργαζόμενους.