Οι μισθοί και η έξοδος απο την κρίση

Στο τέλος του 2021 το ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα έχει αυξηθεί κατά 3,1%, αναιρώντας έτσι εν μέρει τη μείωση κατά 5,1% του 2020. Ωστόσο, βελτίωση δεν υπήρξε για όλους. Η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού παρέμεινε αμετάβλητη κατά το 2021, αφού πρώτα είχε μειωθεί κατά 2,3% στη διάρκεια του 2020. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι “η οικονομία δεν αντέχει αυξήσεις των μισθών”, αλλά θα είχε άδικο, διότι η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 2,5% το 2021. Θα μπορούσε ακόμη να ισχυριστεί πως η αγοραστική δύναμη των μισθών έπρεπε να μείνει στάσιμη, για να δημιουργηθεί περισσότερη απασχόληση, αλλά και πάλι θα είχε άδικο, διότι η απασχόληση προβλέπεται να αυξηθεί μέχρι το τέλος του 2021 μόνο κατά 0,6%, το δε ποσοστό ανεργίας θα παραμείνει στο ίδιο επίπεδο με το 2020.

Ο κόσμος της μισθωτής εργασίας δεν είχε, λοιπόν, όφελος από την ανάκαμψη της οικονομίας. Ως αποτέλεσμα δε της στασιμότητας των μισθών κατά το 2021, το μέσο περιθώριο κέρδους θα έχει αυξηθεί μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους κατά 2,3%.

Για ποιο λόγο, όμως, η οικονομική πολιτική συμπιέζει τους μισθούς; Είναι ζημιά για την οικονομία η αύξησή τους; Κάθε άλλο, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΙΝΕΚ ΠΕΟ (Ινστιτούτο Εργασίας Κύπρου), για την οικονομία και την απασχόληση. Η κυβερνητική πολιτική θα μπορούσε να εφαρμόσει μια στρατηγική οικονομικής μεγέθυνσης, που θα είχε ως κινητήρια δύναμη τις αυξήσεις των εισοδημάτων των μισθωτών (πρόκειται για στρατηγική γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία των οικονομικών ως wage-led growth). Μια τέτοια ώθηση της οικονομίας, μέσω αυξήσεων των μισθών, θα βελτίωνε την αγοραστική δύναμη των μισθωτών και, όπως δείχνει η ανάλυση των στατιστικών στοιχείων, αυτό θα αύξανε την ιδιωτική κατανάλωση, τη συνολική ζήτηση, και επομένως το ΑΕΠ και τον αριθμό απασχολουμένων, θα μείωνε επομένως το ποσοστό ανεργίας και θα έδινε νέα ώθηση στους μισθούς, έως ότου η οικονομία φτάσει σε μια νέα ισορροπία, σε υψηλότερο επίπεδο του ΑΕΠ.

Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται μπορεί να βρει στην τελευταία ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου της ΠΕΟ την τεχνική περιγραφή και τη σχετική βιβλιογραφία αυτής της πρότασης οικονομικής πολιτικής.

Βεβαίως, στη μεγέθυνση του ΑΕΠ θα μπορούσε να συμβάλει και η αύξηση των εξαγωγών, που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό. Ωστόσο, η αύξηση της συμβολής τους στην αύξηση στο ΑΕΠ είναι αμφίβολη, διότι ενόψει του τετάρτου κύματος της πανδημίας, οι εξαγωγές βρίσκονται -και όπως φαίνεται θα βρίσκονται για αρκετό καιρό ακόμα- σε κατάσταση αβεβαιότητας.

Στις αβεβαιότητες της συγκυρίας υπόκεινται και οι ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες θα έχουν αυξηθεί κατά 3,5% μέχρι το τέλος του 2021 (πιθανότατα όμως σε σημαντικό βαθμό εξαιτίας εγγραφών πλοίων στην κυπριακή σημαία). Οι δημόσιες επενδύσεις, αντιθέτως, μπορούν να αναλάβουν αναπτυξιακό ρόλο, πλην όμως στον περιορισμένο βαθμό που καθορίζεται από το ύψος των ευρωπαϊκών πόρων που θα εισρεύσουν στην κυπριακή οικονομία (και εκτιμάται ότι θα προσθέσουν 1,5 μονάδα ετησίως στο ΑΕΠ).

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΙΝΕΚ ΠΕΟ, η ώθηση της οικονομίας από αυξήσεις της αγοραστικής δύναμης των μισθών έχει και μία δεύτερη θετική πλευρά:

Η Κύπρος αντιμετωπίζει μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών, παρά το γεγονός ότι είναι εξαγωγική χώρα. Κατά το 2021, το έλλειμμα ανέρχεται σε 11% του ΑΕΠ και είναι μακράν το υψηλότερο μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ. Αυτό δεν οφείλεται στις εξαγωγές, αλλά στις  εισαγωγές, οι οποίες διατηρούνται σε υψηλό επίπεδο. Η ευθύνη για αυτό εμπίπτει στην οικονομική πολιτική, που διαρκώς ενισχύει τα υψηλά εισοδήματα, τα οποία έχουν την ιδιότητα να  παρουσιάζουν υψηλή ροπή προς εισαγωγές, σε αντίθεση με τα χαμηλότερα εισοδήματα (επομένως με τους μισθούς), που στρέφονται περισσότερο προς την εσωτερική αγορά.

Επομένως, η ώθηση της οικονομίας μέσω των αυξήσεων των μισθών έχει και το πλεονέκτημα ότι μπορεί να μειώσει τη ροπή της κατανάλωσης εισαγομένων προϊόντων και να βελτιώσει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Η πρόταση του ΙΝΕΚ ΠΕΟ για ώθηση της οικονομίας μέσω των μισθών σχετίζεται και με ένα σημαντικό ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης: Κατά την περίοδο εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος και μέχρι το τέλος του 2015, υπήρξε απαξίωση της εργασίας (δηλαδή μείωση των μισθών, η οποία κατέστη διαρκής). Πραγματοποιήθηκε τότε θεαματική αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των μισθωτών, η οποία εν συνεχεία διατηρήθηκε (βλ. στο Κεφάλαιο 2 της έκθεσης του ΙΝΕΚ). Αποτελεί, λοιπόν, ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης να σχεδιαστεί και να επιδιωχθεί η εφαρμογή μιας αναδιανομής του εισοδήματος προς όφελος της εργασίας. Μια τέτοια πολιτική θα ήταν όχι μόνο κοινωνικά δίκαιη, αλλά και αποτελεσματική πολιτική μεγέθυνσης της οικονομίας, ωθούμενης από τους μισθούς.

Μια αντίρρηση που θα μπορούσε να διατυπωθεί στην πρόταση του ΙΝΕΚ ΠΕΟ θα ήταν η εξής: Οι υψηλότεροι μισθοί θα είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθούν τα κέρδη και επομένως να μειωθούν και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Προφανώς, η κερδοφορία μειώνεται εξαιτίας της αύξησης των μισθών, αλλά αυτή είναι μόνο η άμεση επίπτωση, την οποία θα έπρεπε κάποιος να εξετάζει από κοινού με τις έμμεσες επιπτώσεις που έχουν οι υψηλότεροι μισθοί στην κερδοφορία: Πρώτον, η αύξηση των μισθών αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας, μέσω της υποκίνησης των εργαζομένων και της καλύτερης ποιότητας δουλειάς που προκύπτει έτσι. Δεύτερον, αυξάνει τον βαθμό χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού και μειώνει έτσι το κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος. Τρίτον, αυξάνει το προϊόν που μπορεί να παραχθεί με μια μονάδα επενδυμένου κεφαλαίου, καθώς με την αυξημένη υποκίνηση των εργαζομένων πραγματοποιούνται οικονομίες στη χρήση του παραγωγικού κεφαλαίου.

Συνοψίζοντας, η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των μισθωτών και οι αναγκαίες για αυτό διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας έχουν διπλό χαρακτήρα: Είναι κοινωνικά δίκαιες, αλλά αποτελούν επίσης και συστατικά στοιχεία μιας διαδικασίας οικονομικής μεγέθυνσης που ωθείται από τους μισθούς. Ταυτοχρόνως, η αναδιανομή του εισοδήματος προς τα χαμηλότερα εισοδήματα θα συνέβαλλε στη συγκράτηση των εισαγωγών και στον περιορισμό του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Ηλίας Ιωακείμογλου  

* Ινστιτούτο Εργασίας Κύπρου – ΠΕΟ