Οι αυξήσεις μισθών θα ωφελέσουν την οικονομία

Συνέντευξη στον Αδάμο Αδάμου
Την εκτίμηση ότι παρά τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις που εντείνονται, εξαιτίας και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι αυξήσεις μισθών δεν θα επιβαρύνουν περαιτέρω την οικονομία αλλά αντίθετα θα την ωφελέσουν, εκφράζει σε συνέντευξή του στον «Φ» ο Ηλίας Ιωακείμογλου, επιστημονικός σύμβουλος του Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου – ΠΕΟ και επιστημονικός υπεύθυνος της ετήσιας Έκθεσης για την Οικονομία και Απασχόληση του Ινστιτούτου. Ο ίδιος εξηγεί επίσης γιατί η προσπάθεια για εθνικό κατώτατο μισθό πρέπει να έχει «υβριδικά» χαρακτηριστικά και γιατί η ΑΤΑ όχι μόνο θα πρέπει να διατηρηθεί αλλά να διευρυνθεί. Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του κ. Ιωακείμογλου στον «Οικονομικό Φιλελεύθερο».
Κατά την πρόσφατη παρουσίαση της έκθεσης του ΙΝΕΚ ΠΕΟ για την οικονομία και την απασχόληση επαναφέρετε την πρόταση για μια νέα στρατηγική μεγέθυνσης του ΑΕΠ και ανάπτυξης, με κινητήρια δύναμη τις αυξήσεις των εισοδημάτων. Θεωρείτε ότι σήμερα, εν μέσω έντονων πληθωριστικών πιέσεων, αλλά και της αβεβαιότητας που προκαλείται λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, είναι καιρός για αυξήσεις μισθών;
Καταρχάς πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η πρότασή μας δεν θέλει να δημιουργήσει προβλήματα στην οικονομία. Αντιθέτως, είναι μια νέα στρατηγική μεγέθυνσης της οικονομίας, που θα βασίζεται στις αυξήσεις των μισθών, οι οποίες ευνοούν την εσωτερική κατανάλωση (σε αντίθεση με τα κέρδη, που στρέφονται σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές) και επομένως αυξάνουν το ΑΕΠ και την απασχόληση, μειώνουν την ανεργία, δημιουργούν, έτσι, νέα εισοδήματα εργασίας που ενισχύουν με την σειρά τους την εσωτερική κατανάλωση, και ο κύκλος αυτών των ευνοϊκών επιδράσεων αρχίζει από την αρχή. Επομένως είναι μια πρόταση, πρώτον, για τον περιορισμό των εξωτερικών ελλειμμάτων, που στην περίπτωση της Κύπρου είναι υπέρογκα, και δεύτερον, μια πρόταση για την οικονομική ανάπτυξη. Οι αυξήσεις των μισθών δεν θα επιβαρύνουν την οικονομία, αντιθέτως θα έχουν ευνοϊκά αποτελέσματα. Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι μεταξύ του κόστους εργασίας και των τιμών παρεμβάλλεται το μέσο περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων, το οποίο βρίσκεται τώρα στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας εικοσαετίας. Υπάρχει επομένως η δυνατότητα το μέσο περιθώριο κέρδους να μετριαστεί κάπως και να απορροφήσει τις αυξήσεις των μισθών, για χάρη του γενικού συμφέροντος, που είναι η ανάπτυξη της οικονομίας μέσα σε συνθήκες ευνοϊκές για όλους, όχι μόνο για τις επιχειρήσεις αλλά και για τον κόσμο της εργασίας (του οποίου το μερίδιο στο ΑΕΠ έχει μειωθεί σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο, όπως έχει ήδη αναλυθεί στην ετήσια έκθεση του ΙΝΕΚ).
Οι όποιες αυξήσεις θα πρέπει να αφορούν οριζόντια όλους τους μισθωτούς, τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού τομέα;
Στη νέα στρατηγική οικονομικής μεγέθυνσης που προτείνουμε, ο πυροδότης της διαδικασίας είναι η αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης μέσω των μισθών. Σε μια τέτοια μακροοικονομική λογική, η διάκριση σε μισθούς του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα δεν είναι κάτι που έχει σημασία, διότι η επίπτωση στην εσωτερική κατανάλωση, είτε προέρχεται από τα εισοδήματα των δημοσίων υπαλλήλων, είτε των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, θεωρούμε ότι είναι η ίδια. Επομένως, από την άποψη που συζητάμε, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ των μισθών ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Ενδέχεται, όμως, η διάκριση αυτή να πρέπει να γίνει για άλλους λόγους, που δεν σχετίζονται με το θέμα που εξετάζουμε εδώ.
Εάν το ερώτημα σας έχει αφετηρία το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στις απολαβές από εργασία στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, τότε θα πρέπει να θέσουμε στη συζήτηση πολιτικές που κατοχυρώνουν κατώτατες απολαβές και/ή αυξάνουν το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Αυτές είναι πολιτικές που δεν έχουν σημασία για το δημόσιο τομέα. Λειτουργούν, ωστόσο, ευεργετικά για τις απολαβές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και συνδράμουν στο κλείσιμο της ψαλίδας.
Η διεύρυνση της ΑΤΑ και ο κατώτατος
Το συνδικαλιστικό κίνημα επιμένει πως λόγω του υψηλού πληθωρισμού επείγει και η πλήρης επαναφορά του θεσμού της ΑΤΑ, όπως αυτός ίσχυε πριν την οικονομική κρίση του 2012-2013, ενώ οι εργοδότες επιμένουν πως η ΑΤΑ αποτελεί αναχρονισμό που πρέπει να καταργηθείμ αφού δεν υπάρχει πλέον σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Ποια η δικιά σας θέσημ δεδομένου και του γεγονότος ότι η ΑΤΑ αυτούς που ευεργετεί περισσότερο είναι εκείνους με υψηλότερα εισοδήματα;
Καταρχάς, η ΑΤΑ δεν έχει καταργηθεί παντού. Συστήματα αυτόματης τιμαριθμικής προσαρμογής των μισθών λειτουργούν στο Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και την Ισπανία, ενώ σε μία σειρά από χώρες είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη η τιμαριθμοποίηση του εθνικού κατώτατου μισθού. Τα αποτελέσματα της αυτόματης προσαρμογής των μισθών είναι θετικά: Αφενός προστατεύει την αγοραστική δύναμη των μισθών και προφυλάσσει τη χώρα από τη δραματική πλέον αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, που χαρακτηρίζει τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αφετέρου δεν έχει προκαλέσει καμία μακροοικονομική ανισορροπία. Ας λάβουμε υπόψη μας δύο γεγονότα: πρώτον, η Κύπρος βρίσκεται σε πορεία μεγάλης αύξησης της ανισότητας στη διανομή του εισοδήματος, σε βάρος της εργασίας και σε όφελος του κεφαλαίου, που εν μέρει αυτό οφείλεται στο πάγωμα ή μερική απόδοση της ΑΤΑ, μεταξύ των ετών 2013-2021. δεύτερον, διεθνώς οι ανισότητες στη διανομή του εισοδήματος έχουν λάβει πλέον τόσο μεγάλες διαστάσεις ώστε ανησυχούν τους διεθνείς οργανισμούς για τις δυσμενείς μακροοικονομικές επιπτώσεις τους. Προφανώς η Κύπρος δεν θα έπρεπε να απέχει αυτών των ανησυχιών. Επειδή στον ιδιωτικό τομέα της Κύπρου η ΑΤΑ εφαρμόζεται μόνο στους μισθούς των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ), θα πρέπει να απασχολήσει κύρια με ποιο τρόπο όλοι οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα θα απολαμβάνουν την ΑΤΑ. Το ερώτημα αυτό είναι πολύ βασικό στην Κύπρο, επειδή οι εργαζόμενοι που δεν καλύπτονται από ΣΣΕ και κατά συνέπεια ούτε από την ΑΤΑ, είναι κυρίως οι εργαζόμενοι στον χαμηλόμισθο τομέα της οικονομίας.
Εδώ και καιρό γίνεται προσπάθεια στην Κύπρο για υιοθέτηση ενός εθνικού κατώτατου μισθού. Θεωρείτε ότι η παρούσα συγκυρία, εξαιτίας και της κρίσης στην Ουκρανία, που ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τις προοπτικές της κυπριακής οικονομίας, είναι η ιδανική για ένα τέτοιο εγχείρημα;
Ένα κοινό πλαίσιο εισαγωγής του κατώτατου μισθού προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και προφανώς κανείς δεν θα μπορούσε να την κατηγορήσει ότι επιχειρεί να επιβαρύνει την οικονομία ή να δημιουργήσει προβλήματα. Η εισαγωγή του κατώτατου μισθού θέλει να παράγει δύο αποτελέσματα: Πρώτον, τη διάσωση μεγάλων μερίδων του εργατικού δυναμικού από την φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό, και κυρίως να δώσει στα νοικοκυριά των εργαζόμενων τάξεων τη δυνατότητα να αναπαράγουν τις ικανότητές τους για εργασία. Πρόκειται για ικανότητες που, όπως απέδειξε η εμπειρία της καραντίνας, ακόμη και όταν πρόκειται για τους ανειδίκευτους essential workers, είναι ικανότητες πολύτιμες για την παραγωγή, σε αντίθεση με την αντίληψη που επικρατεί στους νεοφιλελεύθερους κύκλους. Δεύτερον, η εισαγωγή του κατώτατου μισθού αποσκοπεί στην ενίσχυση της εσωτερικής κατανάλωσης, επομένως και της συνολικής ζήτησης και του ΑΕΠ, διότι θα ενισχύσει τα χαμηλά εισοδήματα που χαρακτηρίζονται από υψηλή ροπή προς κατανάλωση (και χαμηλή ροπή προς αποταμίευση). Επομένως, η εισαγωγή του κατώτατου μισθού δεν θα είναι ένα βάρος για την οικονομία, αλλά θα είναι μια βοήθεια, για αυτόν τον λόγο και προωθείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και από την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Τώρα, για την απάντηση του επίσης πολύ σημαντικού ερωτήματος με ποιο τρόπο θα κατοχυρωθεί ο κατώτατος μισθός και ποιος είναι ο κατάλληλος κατώτατος μισθός, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι στην Ευρώπη λειτουργούν πρακτικά δύο συστήματα κατοχύρωσης κατώτατων απολαβών των εργαζομένων, που κάτω από κάποιες προϋποθέσεις δεν είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Πρώτον, στις περισσότερες χώρες ισχύει ένας κατοχυρωμένος εθνικός κατώτατος μισθός, που εφαρμόζεται σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες και δεύτερον, σε κάποιες άλλες χώρες οι κατώτατες αμοιβές κατοχυρώνονται μέσα από κλαδικές συμβάσεις εργασίας υψηλής αποτελεσματικότητας, δηλαδή συμβάσεις εργασίας που προσφέρουν κάλυψη στη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων. Το τελευταίο χαρακτηρίζει κατά κύριο λόγο χώρες της βόρειας Ευρώπης, όπως τη Δανία, τη Σουηδία και τη Φιλανδία και με κάπως διαφορετικό τρόπο την Αυστρία και την Ιταλία.
Η Κύπρος, για λόγους που δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ, είναι πιο κατάλληλο να διαμορφώσει το δικό της σύστημα κατοχύρωσης κατώτατων απολαβών, που θα μπορούσε να αποκτήσει ‘υβριδικά’ χαρακτηριστικά: δηλαδή, για τους κλάδους της οικονομίας στους οποίους είναι ανύπαρκτη ή αδύνατη η συλλογική διαπραγμάτευση και δεν εφαρμόζονται ΣΣΕ, να ισχύει ένας κοινωνικά κατάλληλος εθνικός κατώτατος μισθός. Για τους κλάδους της οικονομίας στους οποίους εφαρμόζονται ΣΣΕ, ο κατάλληλος κατώτατος μισθός θα πρέπει να είναι αυτός που προβλέπεται από τις ΣΣΕ. Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι ο κατώτατος μισθός είναι χαμηλότερος των προβλεπόμενων από τις ΣΣΕ αμοιβών. Η εφαρμογή του σε κλάδους στους οποίους εφαρμόζονται ΣΣΕ θα ασκήσει πιέσεις στη συλλογική διαπραγμάτευση. Αντιθέτως, η κατοχύρωση του προβλεπόμενου από τη ΣΣΕ κατώτατου μισθού ως του υποχρεωτικά εφαρμοζόμενου σε όλο τον κλάδο θα συνδράμει στην αποδυνάμωση του κοινωνικού ντάμπιγκ και του αθέμιτου ανταγωνισμού ανάμεσα στις επιχειρήσεις.
Η τηλεργασία και οι επιφυλάξεις εργοδοτών και εργαζομένων
Η πανδημία και οι περιορισμοί που είχαν εφαρμοστεί για την αντιμετώπισή της έδωσαν αρκετή ώθηση στην τηλεργασία. Εκτιμάτε ότι είναι μια μορφή απασχόλησης που θα εδραιωθεί περαιτέρω στο μέλλον και πως όντως το μέλλον της εργασίας θα είναι υβριδικό, όπως υποστηρίζουν κάποιοι;
Πράγματι, η ώθηση που δόθηκε στην τηλεργασία εξαιτίας της πανδημίας ήταν σημαντική, διότι αποτέλεσε πείραμα γιγαντιαίων διαστάσεων, που έδειξε επακριβώς ποιο είναι το όφελος και ποια τα προβλήματα που δημιουργεί η τηλεργασία, τόσο για τους εργοδότες όσο και για τους εργαζόμενους. Η αρχική εντύπωση που δόθηκε ήταν ότι η επέκταση της τηλεργασίας θα είναι θεαματική, αλλά διαπιστώνουμε τώρα ότι υπάρχουν έντονες επιφυλάξεις από την πλευρά πολλών εργοδοτών, που ανησυχούν ότι δεν ασκούν επαρκή έλεγχο επί των μισθωτών αλλά και από την πλευρά πολλών εργαζομένων που διαπίστωσαν ότι η τηλεργασία χρησιμοποιήθηκε αρκετά συχνά σε βάρος τους, με επέκταση των ωραρίων εργασίας, μεγαλύτερο φόρτο εργασίας και εντατικοποίηση της δουλειάς, η οποία μάλιστα συχνά έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός κατοικιών που δεν προσφέρονται για αυτό. Επομένως, είναι λογικό να περιμένουμε μια κάποια επέκταση της τηλεργασίας σε εκείνους τους κλάδους και εκείνα τα επαγγέλματα όπου τα ανωτέρω προβλήματα δεν εμφανίζονται ή είναι δευτερεύοντα. Η συνολική εξέλιξη, πάντως, θα εξαρτηθεί από τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων σε συνθήκες τηλεργασίας, έτσι ώστε να προστατεύονται οι μισθωτοί. Θα εξαρτηθεί, επίσης, από την ικανότητα των εργοδοτών να σταθμίσουν ορθολογικά τα προφανή οφέλη της τηλεργασίας (ιδιαίτερα τη μείωση του κόστους σε ενοίκια και άλλα έξοδα που σχετίζονται με τη διατήρηση σταθερών χώρων εργασίας) έναντι της ανησυχίας τους ότι δεν θα ασκούν επαρκή έλεγχο επί των εργαζομένων.
Μακροχρόνια ανεργία και υποαπασχόληση
Όπως αναφέρατε πρόσφατα στην παρουσίαση της μελέτης του ΙΝΕΚ, αν και η ανεργία στον τόπο μειώθηκε αισθητά τα τελευταία χρόνια, εντούτοις η μακροχρόνια ανεργία και υποαπασχόληση παραμένουν σε ψηλά επίπεδα. Αυτό είναι κυπριακό φαινόμενο και πού οφείλεται κατά την άποψη σας;
Δεν πρόκειται για ειδικά κυπριακό φαινόμενο, οφείλεται στην παράταση του συνολικού χρόνου ανεργίας, επομένως και της μακροχρόνιας ανεργίας, κατά την περίοδο της πανδημίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της δυσπιστίας των εργοδοτών έναντι όσων έχουν παραμείνει άνεργοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 12, 18, 24 μηνών διότι η παρατεταμένη ανεργία μειώνει τις ικανότητες, τις γνώσεις και την ικανότητα ένταξης στην εργασία, επομένως και τις πιθανότητες πρόσληψης. Η μακροχρόνια ανεργία, επομένως, έχει τον χαρακτήρα χιονοστιβάδας (όσο είναι κάποιος άνεργος τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να παραμείνει άνεργος) και γι’ αυτό θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα πριν αυτή αποκτήσει μεγάλες και μη αντιστρέψιμες διαστάσεις.