Μετ’ εμποδίων η προώθηση ίσων ευκαιριών για γυναίκες

Το χάσμα στη συμμετοχή ανδρών και γυναικών στη γερμανική αγορά απασχόλησης μειώθηκε πάνω από το ήμισυ, σύμφωνα με μελέτη  του παραρτήματος του Ινστιτούτου ifo στη Δρέσδη. Η μελέτη καταδεικνύει ότι από το 1999, το χάσμα της συμμετοχής ανδρών και γυναικών στη γερμανική αγορά απασχόλησης υποχώρησε από 15,5 ποσοστιαίες μονάδες σε 8,7. Η εν λόγω μελέτη πρόκειται να δημοσιευθεί ενόψει της 26ης Αυγούστου, ημέρας ισότητας των γυναικών.

Το 1999, η συμμετοχή των γυναικών στη γερμανική αγορά απασχόλησης ήταν μόνο 67,8%. Μέχρι το 2020, το ποσοστό ανήλθε στο 80,7%. Η συμμετοχή των ανδρών ανήλθε από 83,4% σε 87,6%. Ωστόσο, πολύ περισσότερες γυναίκες απ΄ό,τι άνδρες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης. Σε αυτή την περίπτωση, το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών σμικρύνθηκε μόλις κατά μία ώρα την εβδομάδα. To 2020, ο μέσος αριθμός ωρών απασχόλησης ανά εβδομάδα ήταν 39,4 για τους άνδρες και 31,8 για της γυναίκες. Το 1999, ήταν 41,5 και 32,7 ώρες, αντίστοιχα. Συνεπώς, το χάσμα μειώθηκε από 8,8 ώρες σε 7,6. «Σήμερα, οι γυναίκες και οι άνδρες έχουν απέχουν πολύ από το να πετύχουν ισότητα στη γερμανική αγορά απασχόλησης», ανέφερε η συντάκτης της μελέτης Katharina Heisig. «Ένας λόγος γι΄αυτό είναι ότι το χάσμα σε ό,τι αφορά τη μερική απασχόληση μεγάλωσε μεταξύ 1999 και 2005».

Η μελέτη βασίζεται σε πληροφορίες αναφορικά με γυναίκες και άνδρες ηλικίας 25 – 64. Αρκετό δρόμο μπροστά της για να καλύψει σε ό,τι αφορά το χάσμα ανδρών και γυναικών στην απασχόληση, έχει και η Κύπρος, αφού σύμφωνα με την τελευταία έρευνα εργατικού δυναμικού, που δημοσίευσε η Στατιστική Υπηρεσία για το 1ο τρίμηνο του 2021, στις ηλικίες 20-64 το ποσοστό απασχόλησης για τους άνδρες ήταν 79,7% και για τις γυναίκες 67,7%. Στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2020 το ποσοστό ήταν 75,1% (άνδρες 80,6%, γυναίκες 69,9%). Η μερική απασχόληση αποτελούσε το 12,3% της συνολικής απασχόλησης ή 50.983 άτομα, με το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται με μερική απασχόληση να είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των ανδρών και πιο συγκεκριμένα 14% για τις γυναίκες και 10,8% για τους άνδρες. Το αντίστοιχο ποσοστό για το 1ο τρίμηνο του 2020 ήταν 11,4%, και πιο συγκεκριμένα για τους άνδρες 7,8%, ενώ για τις γυναίκες 15,5%.

Πηγή: Ο Φιλελεύθερος