Άδεια μετ’ απολαβών: Υποχρεωτικές οι 9 μέρες σερί

Του Αδάμου Αδάμου

Κατά καιρούς ακούμε για συναδέλφους ή φίλους που αναγκαστικά παίρνουν άδεια γιατί θα τη χάσουν και για άλλους που έχουν να παίρνουν δεκάδες μέρες ως άδεια – σύνηθες φαινόμενο στον δημόσιο τομέα. Πότε όμως μπορεί η άδεια ανάπαυσης να συσσωρευτεί και να μεταφερθεί και τι ακριβώς προβλέπει η κείμενη νομοθεσία;

Αφορμή για τις δικές μας απορίες και το παρόν ρεπορτάζ στάθηκε άρθρο του λειτουργού του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων Χρίστου Χρίστου για το θέμα (δημοσιεύεται αυτούσιο στον Οικονομικό Φιλελεύθερο της Κυριακής 11/12, σελ. 7) στο οποίο προκύπτει πως οι απορίες γύρω από το θέμα της ετήσιας άδειας μετ’ απολαβών, εκ των βασικότερων δικαιωμάτων των εργαζομένων, απασχολούν όντως χιλιάδες εργαζομένους.

Αυτό, σύμφωνα με τον κ. Χρίστου, επιβεβαιώνεται και από τον αριθμό των τηλεφωνημάτων που δέχεται το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας, που ετησίως αγγίζουν περίπου τις 80.000, με μεγάλο αριθμό των συγκεκριμένων τηλεφωνημάτων να αφορά απορίες για τις άδειες!

Το ζήτημα άπτεται των περί Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας και των περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμων, με την τελευταία νομοθεσία να προβλέπει, σύμφωνα και με σχετικό εγχειρίδιο της ΟΕΒ, για την ελάχιστη περίοδο άδειας που δικαιούται ο κάθε εργαζόμενος και να καθορίζει τα χρονικά διαστήματα τα οποία δεν συνυπολογίζονται για σκοπούς υπολογισμού της. Επίσης, προβλέπει για την πληρωμή της άδειας, απευθείας από τον εργοδότη ή από το Κεντρικό Ταμείο Αδειών και παραπέμπει στους Κανονισμούς που διέπουν τη λειτουργία του εν λόγω Ταμείου.

Η ελάχιστη ετήσια άδεια

Βάσει τις κείμενης νομοθεσίας, η ετήσια άδεια είναι τουλάχιστον 4 εβδομάδες και συγκεκριμένα τουλάχιστον 20 εργάσιμες ημέρες/έτος για πενθήμερη εργασία και τουλάχιστον 24 εργάσιμες ημέρες/έτος για εξαήμερη εργασία.

Η πληρωμή των ημερών αδείας στον εργοδοτούμενο γίνεται, όπως αναφέρθηκε, είτε μετά από αίτηση στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών, είτε απευθείας από τον εργοδότη του. Το Κεντρικό Ταμείο Αδειών ιδρύθηκε ειδικά για το σκοπό αυτό, βάσει του Νόμου, και σε αυτό υποχρεούνται να πληρώνουν εισφορές οι εργοδότες, εκτός εάν έχουν εξαιρεθεί γιατί παρέχουν ευνοϊκότερους όρους στους υπαλλήλους τους από αυτούς που προνοεί ο νόμος, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης.

Ανεξαρτήτως καθεστώτος

Διευκρινίζεται δε, πως κάθε εργαζόμενος/η έχει δικαίωμα σε ετήσια άδεια, είτε εργάζεται με πλήρη απασχόληση, είτε με μερική, ανεξάρτητα εάν έχει συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου ή σύμβαση για ορισμένο χρονικό διάστημα. Η δικαιούμενη άδεια πιθανόν να διαφέρει σε αριθμό ή/και ποσό πληρωμής, ανάλογα με τη διάρκεια απασχόλησης ή/και τις ώρες εργασίας. Για το θέμα η ΟΕΒ αναφέρει, για παράδειγμα, πως εάν ένας εργοδοτούμενος εργάζεται μόνο για δύο (2) ημέρες την εβδομάδα, τότε δικαιούται οκτώ (8) μέρες ετήσια άδεια με απολαβές (τέσσερεις εβδομάδες των δύο ημερών). Καταγράφει, επίσης, πως, με βάση τη νομοθεσία, αν ο εργοδοτούμενος έχει εργαστεί για περίοδο μικρότερη των 48 εβδομάδων, τότε η ετήσια άδεια που δικαιούται μειώνεται ανάλογα. Αν έχει εργαστεί για περίοδο μικρότερη των δεκατριών (13) εβδομάδων μέσα στον χρόνο, τότε δεν δικαιούται άδεια.

Για το τελευταίο, όμως, όπως έγραψε πρόσφατα ο «Φ», προωθούνται αλλαγές και συγκεκριμένα διαγραφή της πρόνοιας που αφαιρεί το δικαίωμα σε άδεια σε όσους εργάστηκαν λιγότερο από 13 εβδομάδες, κατοχυρώνοντας στην ουσία το δικαίωμα σε άδεια μετ’ απολαβών από την πρώτη μέρα εργασίας, αναλογικά με την περίοδο που θα εργαστεί κάποιος. Για παράδειγμα, εάν ένας εργαζόμενος εργάστηκε μόνο 12 εβδομάδες και αναλογικά έχει συγκεντρώσει δικαίωμα για πέντε μέρες άδεια – κάθε εργαζόμενος δικαιούνται ετησίως 20 εργάσιμες μέρες άδεια μετ’ απολαβών εφόσον εργάζεται πενθήμερο- η συγκεκριμένη άδεια δε θα χάνεται, αλλά θα τη δικαιούται, εφόσον περάσουν και από τη Βουλή οι αλλαγές που προωθούνται.

Σερί 9 ημερών

Η τυχόν αύξηση της ετήσιας άδειας μετ’ απολαβών που δικαιούται κάποιος, δεν προβλέπεται στη νομοθεσία και στην ουσία ρυθμίζεται μέσω συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνών μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη. Αυτό, όμως, που διευκρινίζει η νομοθεσία είναι πως η άδεια «περιλαμβάνει μίαν συνεχή περίοδον ουχί ολιγωτέραν των εννέα ημερών».

Η ΟΕΒ διευκρινίζει με τη σειρά της πως η ετήσια άδεια πρέπει να περιλαμβάνει μια συνεχή περίοδο όχι λιγότερη των εννιά (9) ημερολογιακών ημερών. Δηλαδή, μια εβδομάδα με το Σ/Κ που προηγείται και ακολουθεί.

Διευκρινίζει, ακόμα, πως ο εργοδοτούμενος υποχρεούται να χρησιμοποιήσει την άδειά του εντός του έτους κατά το οποίο τη δικαιούται, αλλιώς τη χάνει. Μπορεί όμως κατόπιν συμφωνίας με τον εργοδότη του να τη συσσωρεύσει για περίοδο μέχρι και δύο χρόνια. Σε αυτή την περίπτωση, ένας εργοδοτούμενος ο οποίος δικαιούται 23 ημέρες ετήσια άδεια μπορεί να συσσωρεύσει μέχρι και 46 ημέρες.

Για το θέμα της συσσώρευσης/μεταφοράς της άδειας, η νομοθεσία δεν την επιβάλλει, καθώς επίσης αναφέρεται σε συμφωνία, προβλέποντας συγκεκριμένα πως «διά συμφωνίας μεταξύ του εργοδότου και του εργοδοτουμένου, αι άδειαι δυνατόν να συσσωρεύωνται μέχρις ανωτάτου ορίου ισουμένου προς την άδειαν εις την οποίαν ο εργοδοτούμενος δικαιούται ως προς δύο έτη».

Προσωρινή απουσία του εργοδοτούμενου από την εργασία του λόγω ατυχήματος, ασθένειας, μητρότητας, γονικής άδειας ή άδειας για λόγους ανωτέρας βίας υπολογίζεται ως διάστημα κατά το οποίο ο εργοδοτούμενος έχει εργαστεί. Δηλαδή, αν κάποιος εργοδοτούμενος απουσιάσει από την εργασία του λόγω ασθένειας, δεν του αποκόπτονται μέρες άδειας από αυτές που του οφείλονται, ενώ εξακολουθεί να συσσωρεύει νέες μέρες ετήσιας άδειας ως εάν να εργαζόταν, αναφέρει η ΟΕΒ.

Δεν συμψηφίζεται η άδεια με την προειδοποίηση για απόλυση

Σύμφωνα με την ΟΕΒ, συγκεκριμένες μέρες και χρονικά διαστήματα δεν θεωρούνται ως μέρες άδειας. Πρόκειται για τις δημόσιες αργίες καθιερωμένες με νόμο, έθιμο ή σύμβαση, η απουσία λόγω μητρότητας, λόγω ασθένειας, λόγω απεργίας, λόγω γονικής άδειας και οποιοδήποτε διάστημα που δόθηκε ως περίοδος προειδοποίησης για τερματισμό απασχόλησης. Για το τελευταίο, μάλιστα, διευκρινίζεται πως συμψηφισμός του υπόλοιπου των ημερών άδειας που δικαιούται ένας εργαζόμενος με την περίοδο προειδοποίησης που του δόθηκε για τερματισμό της απασχόλησής του απαγορεύεται από τον νόμο. Ως εκ τούτου, ο εργοδοτούμενος δικαιούται απολαβές τόσο για την περίοδο προειδοποίησης που του δόθηκε από τον εργοδότη, όσο και για το υπόλοιπο των αδειών του.

Αυτό που προκαλεί εντύπωση από την ανάλυση και εξήγηση της ΟΕΒ είναι πως στη χώρα μας δεν υπάρχουν δημόσιες αργίες που να ισχύουν για το σύνολο των εργαζομένων. Όπως αναφέρεται, στην Κύπρο, σε αντίθεση με τις πλείστες ευρωπαϊκές χώρες, δεν υπάρχουν δημόσιες αργίες που ισχύουν για όλους τους εργαζόμενους, αλλά αργίες για τους δημόσιους υπάλληλους, οι οποίες μάλιστα διαφέρουν ανάλογα με την κοινότητα στην οποία ανήκει ο κάθε εργοδοτούμενος. Δηλαδή, κάποιες αργίες για τους Ελληνοκύπριους δημόσιους υπάλληλους διαφέρουν από τις αργίες για τους Τουρκοκύπριους δημόσιους υπάλληλους.

Κατά κανόνα, ο ιδιωτικός τομέας στη βάση του εθίμου ή της πρακτικής ή της σύμβασης εργασίας ακολουθεί τις αργίες των Ελληνοκύπριων δημόσιων υπαλλήλων, τις οποίες και λανθασμένα ονομάζουμε «δημόσιες αργίες», σύμφωνα με την ΟΕΒ. Σημειώνει δε, ότι οι μόνες κατηγορίες υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα οι οποίες διά νόμου δικαιούνται αργίες (προκαθορισμένες από τον νόμο που τους αφορά) είναι οι υπάλληλοι των καταστημάτων, οι υπάλληλοι των κέντρων αναψυχής και οι υπάλληλοι σε ξενοδοχεία.

Όταν αρνηθεί άδεια ο εργοδότης για εργασιακούς λόγους

Σύμφωνα με το εγχειρίδιο της ΟΕΒ, εάν ο εργοδότης αρνηθεί να εγκρίνει ετήσια άδεια για συγκεκριμένη περίοδο, οφείλει να μεριμνήσει ώστε ο εργοδοτούμενος να λάβει το υπόλοιπο της άδειας που δικαιούται όταν ο εργοδοτούμενος αιτηθεί πιο μετά.

Στο εγχειρίδιο λειτουργού εργασιακών σχέσεων της ΟΕΒ αναφέρεται, πάντως, πως αρκετές επιχειρήσεις εφαρμόζουν πολιτικές που επιτρέπουν στον εργοδοτούμενο να μεταφέρει μέρος του υπόλοιπου των αδειών του στην αρχή του επόμενου έτους, για επιχειρησιακούς και άλλους πρακτικούς λόγους. Αναφέρεται ως παράδειγμα ότι μπορεί να επιτρέπεται η μεταφορά μέχρι και δέκα (10) ημερών, με τον όρο όμως ότι αυτή θα ληφθεί εντός του πρώτου τριμήνου του ερχόμενου έτους, αναφέροντας πως με αυτό τον τρόπο παρέχεται ευελιξία στην επιχείρηση, αλλά και στον εργοδοτούμενο, για τη λήψη της ετήσιας άδειας.

Ωστόσο, οι πολιτικές άδειας διαφέρουν από επιχείρηση σε επιχείρηση και εναπόκειται στην κάθε μια να εφαρμόσει μια, εάν το επιθυμεί, που να είναι προσαρμοσμένη στις δικές της ανάγκες.