
Γράφει η Δρ. Άννα Παυλίνα Χαραλάμπους, ACC LEADERSHIP COACH
Συμφώνα με το INTERNATIONAL COACH FEDERATION (ΙCF), «ΤΟ COACHING είναι η σύμπραξη σε μια δημιουργική διαδικασία σκέψης που εμπνέει τους ανθρώπους να μεγιστοποιήσουν τις προσωπικές και επαγγελματικές τους δυνατότητες. Το Coaching είναι μια ξεχωριστή υπηρεσία που διαφέρει από την ψυχοθεραπεία, τη συμβουλευτική, το mentoring και την εκπαίδευση. Έχει αναδεχθεί σε μια σημαντική επιστήμη και πρακτική που απελευθερώνει και αναπτύσσει τις ικανότητες των ανθρώπων».
Πολλοί θα συμφωνήσουν για τα κοινά που το Coaching έχει με τη Θετική Ψυχολογία, που είναι η επιστήμη των θετικών πτυχών της ανθρώπινης ζωής, όπως η ευτυχία, η ευημερία και η άνθηση (flourishing). Η Θετική Ψυχολογία μπορεί να συνοψιστεί στα λόγια του ιδρυτή της, Martin Seligman, ως η «επιστημονική μελέτη της βέλτιστης ανθρώπινης λειτουργίας που στοχεύει στην ανακάλυψη και προώθηση των παραγόντων που επιτρέπουν στα άτομα και τις κοινότητες να ευδοκιμήσουν (thrive)» (Seligman & Csikszentmihalyi, 2000). Η ψυχολογία έχει συχνά τονίσει τις αδυναμίες των ατόμων παρά τις δυνατότητές τους. Η συγκεκριμένη προσέγγιση όμως εστιάζει στις δυνατότητες και επικεντρώνεται στην έρευνα πραγμάτων που κάνουν τη ζωή να αξίζει να την ζεις. Για πολλά χρόνια η Ψυχολογία ασχολείτο κυρίως με την επίλυση σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων και πολλές έρευνες έχουν γίνει για να μπορέσουν οι άνθρωποι να ξεπεράσουν σοβαρά προβλήματα όπως η κατάθλιψη ή οι διαταραχές άγχους. Οι ψυχολόγοι επικεντρώνονταν στο να βοηθήσουν τους ανθρώπους να ξεπεράσουν τα προβλήματα αυτά, αλλά σταματούσαν εκεί και δεν καθοδηγούσαν τον άνθρωπο προς την βέλτιστη λειτουργία του.
ΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ
Το Coaching αυτή τη στιγμή προσφέρει δύο πολύ σημαντικά πράγματα. Πρώτον την καθοδήγηση που χρειάζεται οποιοσδήποτε άνθρωπος για πιο καθημερινά και όχι τόσο σοβαρά προβλήματα, τον βοηθά στην στοχοθέτηση όπως και στην εκπλήρωση των προσωπικών και επαγγελματικών του στόχων. Δεύτερο και πολύ πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου, προσφέρει κάτι που συχνά παραβλέπεται, και αυτό είναι η πρόληψη. Προσφέρει, δηλαδή, τους τρόπους και τα εργαλεία σε ένα άνθρωπο για να παραμείνει καλά αυξάνοντας την ανθεκτικότητα του όταν αντιμετωπίζει αντιξοότητες (π.χ. Πανδημία). Το Coaching βοηθά ένα άτομο να συνειδητοποιήσει και να αποδεχθεί που βρίσκεται, που θέλει να φτάσει, ποια είναι τα εμπόδια για να φτάσει εκεί και πως να τα ξεπεράσει. Αυξάνει την αυτογνωσία, οδηγεί σε μικρές και μεγάλες συνειδητοποιήσεις και εστιάζει στις λύσεις των εμποδίων προς το στόχο (προσωπικό ή επαγγελματικό). Οδηγεί στην αύξηση της ευημερίας, στην θετικότητα, στην ικανοποίηση από τη ζωή, την αυτοπεποίθηση και πολλές φορές βοηθά ένα άτομο να βρει το μεγάλο γιατί πίσω απ’ όλα αυτά που κάνει. Σημαντικό, τέλος, είναι να αναφέρουμε ότι τo coaching είναι μια τεχνική που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αυξηθεί η ευημερία αλλά και η αποδοτικότητα των εργαζομένων και των ηγετών μιας επιχείρησης.
Η επιστημονική βιβλιογραφία δεν έχει ακόμη συμφωνήσει σε έναν σαφή ορισμό της ευημερίας. Οι Ryan και Deci ορίζουν την ευημερία απλά ως τη βέλτιστη ψυχολογική λειτουργία και εμπειρία. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ, 2004), η ευημερία είναι η παρουσία «μιας κατάστασης στην οποία το άτομο συνειδητοποιεί τις δικές του ικανότητες, μπορεί να αντιμετωπίσει τo φυσιολογικό στρες της ζωής, μπορεί να εργαστεί παραγωγικά και γόνιμα και είναι σε θέση να συνεισφέρει στη δική του κοινότητα». Η ευημερία δεν είναι απλώς η απουσία ψυχικής ασθένειας – είναι μια σημαντική μεταβλητή από την άποψη της κοινωνικής έρευνας (Prescott, 2010). Διάφορες έννοιες μπορούν να εντοπιστούν στην επιστημονική έρευνα που αναφέρονται στην ευημερία: «ευτυχία», «ικανοποίηση ζωής» ή «ποιότητα ζωής» είναι τέτοια παραδείγματα (Allin, 2007). Η επιστημονική έρευνα δείχνει ότι ορισμένες συμπεριφορικές παρεμβάσεις που εστιάζουν στην ενίσχυση της ψυχολογικής ευεξίας, όπως το coaching και παρεμβάσεις θετικής ψυχολογίας αυξάνουν με επιτυχία τα επίπεδα ψυχολογικής ευεξίας (Fava et al., 2005; Weiss et al., 2016). Η αποτελεσματικότητα του Coaching σε σχέση με την ατομική ευεξία έχει επίσης αποδειχθεί σε χώρους εργασίας (Grant, Curtayne, & Burton, 2009) .
ΠΕΝΤΕ ΤΥΠΟΙ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ
Οι Koopmans et al., (2011) περιγράφουν την απόδοση ως επάρκεια στην εκτέλεση εργασιών που σχετίζονται με την εργασία από τους υπαλλήλους ή το βαθμό στον οποίο οι εργαζόμενοι επιτυγχάνουν τους στόχους τους που σχετίζονται με την εργασία. Η απόδοση με αυτή την έννοια σχετίζεται με την παραγωγικότητα και την ποιότητα που προσφέρει ο εργαζόμενος στην επιχείρηση. Η έρευνα έχει διακρίνει πέντε τύπους επιδόσεων στην εργασία (Warr & Nielsen, 2018): 1. απόδοση εργασιών («απόδοση σε ρόλο» ή «επάρκεια»), 2. απόδοση εκτός ρόλου (π.χ. καινοτομία, ευελιξία, συμμετοχή σε ευκαιρίες μάθησης), 3. οργανωτική συμπεριφορά υπηκοότητας (π.χ. βοήθεια καινούριων συναδέλφων), 4. αντιπαραγωγική συμπεριφορά εργασίας (π.χ. εκφοβισμός, αποφυγή εργασίας) και 5. απουσία από την εργασία (η απουσία από την εργασία μπορεί να δυσκολεύει την ομάδα να επιτύχει τους στόχους της ή να βλάψει την οργανωτική ανάπτυξη σε ένα σενάριο που η απουσία ενός υπαλλήλου είναι απροσδόκητη ή μακροπρόθεσμη (Johns & Miraglia, 2015).Η απόδοση των εργαζομένων είναι ένας από τους κρίσιμους παράγοντες που καθορίζουν την επιτυχία ενός ολόκληρου οργανισμού (Melhem, 2004). Η ατομική απόδοση μπορεί να επηρεαστεί από πολλά διαφορετικά στοιχεία: προσωπικότητα, κίνητρα, στάση, ατομική συμπεριφορά ή συναισθηματική ωριμότητα. Η άριστη απόδοση απαιτεί από τους υπαλλήλους υψηλά επίπεδα κινήτρου καθώς και σωματική, συναισθηματική και διανοητική συμμετοχή (Turner, Barling & Zacharatos, 2002). Οι εταιρείες που επιθυμούν να παραμείνουν ανταγωνιστικές και ισοδύναμες με τις καινοτομίες του κλάδου τους αυξάνουν συνεχώς τις προσδοκίες τους για την απόδοση των εργαζομένων τους, γεγονός που δημιουργεί επιπλέον πίεση στους εργαζομένους. Οι Grant και Palmer (2002), τονίζουν ότι το Coaching βελτιώνει την «ευημερία και την απόδοση στην προσωπική ζωή και τους τομείς εργασίας».
Καταληκτικά, τo coaching έχει περιγραφεί ως κινητήρια προσέγγιση – που στόχος του είναι να διευκολύνει τις αλλαγές συμπεριφοράς του ατόμου, οι οποίες στη συνέχεια οδηγούν σε βελτιωμένη προσωπική και επαγγελματική λειτουργία (Green et al., 2006; Newnham-Kanas et al., 2010). Το Coaching επικεντρώνεται στην ανάπτυξη του ατόμου και ο coach αναλαμβάνει το ρόλο ενός «συνεργάτη σκέψης- thought partner» και όχι ενός ειδικού (ICF, 2020). Τα άτομα που καθοδηγούνται προέρχονται επίσης από μη κλινικούς πληθυσμούς με την έννοια ότι είναι υγιείς και ικανοί να δημιουργήσουν τις δικές τους λύσεις σε καλά καθορισμένα προβλήματα (Newnham-Kanas et al., 2011; ICF, 2020).Υπάρχουν αυξανόμενες εμπειρικές επιστημονικές ενδείξεις ότι το coaching είναι αποτελεσματικό στην ενίσχυση της ευημερίας και της απόδοσης των εργαζομένων (Gabriel et al., 2014; Newnham-Kanas et al., 2010) και σύμφωνα με τον Grant (2007) στο επίκεντρο του coaching είναι η διευκόλυνση της επίτευξης στόχων όπως και η ενίσχυση της ευημερίας.
Από το τεύχος Ιουνίου του περιοδικού Insider