Κάθε πότε «πρέπει» να αλλάζουμε δουλειά

Ένας από τους άγραφους κανόνες στον χώρο της εργασίας είναι η παραμονή σε μια θέση για τουλάχιστον έναν χρόνο. Ό,τι και να γίνει, όσο άσχημη εμπειρία κι αν είναι.

Αλλά αυτός ο κανόνας, κατά πόσο συνεχίζει να ισχύει έως σήμερα, μέσα σε ένα περιβάλλον που αλλάζει διαρκώς και με αυξημένη ταχύτητα;

Ενδεχομένως και να ισχύει, απαντούν οι ειδικοί. Άλλωστε, οι παράγοντες που διαχρονικά στηρίζουν αυτόν τον κανόνα εξακολουθούν να ισχύουν: 

Από την πλευρά του εργοδότη, ένας εργαζόμενος που μένει τουλάχιστον έναν χρόνο αποτελεί καλύτερη επένδυση από κάποιον που δεν κάνει και η αφοσίωση του συνυπολογίζεται στα θετικά. 

Από την πλευρά των εργαζομένων, η παραμονή για 12 μήνες σημαίνει χρόνο για να αποκτήσει δεξιότητες και μόνο ικανότητες, οι οποίες δεν είναι δυνατό να αποκτηθούν σε ένα τρίμηνο. 

Ωστόσο, ο μεταβαλλόμενος τρόπος που «χτίζουμε» την καριέρα μας, σε συνδυασμό με την πανδημία, επιφέρει μεγαλύτερη ευελιξία.

Έτσι, οι ειδικοί εξηγούν ότι μία ή δύο ολιγόμηνες εργασιακές εμπειρίες σε αντίστοιχες θέσεις εργασίας, δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να αποθαρρύνει τον εργοδότη από το να προχωρήσει στην πρόσληψη του υποψηφίου.

Αρκεί βέβαια, δεν υπάρχει μια καλή και πειστική εξήγηση γι' αυτές τις σύντομες αποχωρήσεις.

Από την άλλη πλευρά, αν οι σύντομες αλλαγές ξεπερνούν τις δύο, τότε θα μπορούσαν να ερμηνευτούν από τους εργοδότες ως αδυναμία του εργαζόμενου ή ως απροθυμία να αναλάβει προκλήσεις ή ως δείγμα έλλειψης αξιοπιστίας.

Η πανδημία, όπως είναι εύλογο, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις παραπάνω τάσεις, καθώς πλέον οι εργαζόμενοι αναζητούν ολοένα και περισσότερες θέσεις εργασίας με θετικές προοπτικές και καλούς μισθούς. 

Εκεί αποδίδεται, άλλωστε, και το φαινόμενο της λεγόμενες «Μεγάλης Παραίτησης», κατά το οποίο οι δυσμενείς εργασιακές συνθήκες οδήγησαν, με αφορμή την υγειονομική κρίση, σε ένα κύμα μαζικών παραιτήσεων. 

Πηγή: BBC